Για το μέγα θέμα των εγγυήσεων
- Written by Γιαννάκης Ομήρου
Εν μέσω αλληλοσυγκρουόμενων θέσεων για τη σύνθεση της προγραμματισθείσας για τις 12 Ιανουαρίου διάσκεψης για το θέμα της ασφάλειας, προκύπτει η ανάγκη μιας αποκρυσταλλωμένης και ολοκληρωμένης τοποθέτησης για το θέμα των εγγυήσεων. Αν τελικά πραγματοποιηθεί η Διεθνής Διάσκεψη, μοναδικό θέμα θα πρέπει να είναι το θέμα της ασφάλειας. Δηλαδή αυτό που είχε θέσει με σαφήνεια η ελληνική κυβέρνηση. Η κατάργηση των εγγυήσεων και η αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων.
Τόσο ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, σε συνεννόηση με την ελληνική κυβέρνηση, όσο και η διαπραγματευτική ομάδα θα πρέπει να είναι επαρκώς προετοιμασμένοι να διεκδικήσουν τεκμηριωμένα την οριστική κατάργηση του βαθύτατου αναχρονισμού αλλά και της κραυγαλέας διεθνούς αταξίας που συνιστούν οι διαβόητες εγγυήσεις του 1960.
Να υπενθυμίσουν, να υπογραμμίσουν και κυρίως να επιμείνουν ότι: μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο θεσμός των Συνθηκών Εγγυήσεως μέσω των οποίων ένα ή περισσότερα κράτη εγγυώνται το εδαφικό ή νομικό καθεστώς ενός τρίτου κράτους έχει εφαρμοσθεί μία μόνο φορά, στην περίπτωση της Κύπρου με τη Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960.
Η εξέλιξη του Διεθνούς Δικαίου και της ισότητας μεταξύ κρατών έθεσε στο περιθώριο της ιστορίας τέτοιες ρυθμίσεις υπονομευτικές της κυριαρχίας τους. Το νομικό σχήμα, όπου συγκεκριμένα κράτη αναλάμβαναν το ρόλο των εγγυητριών δυνάμεων, έχει περιέλθει σε απόλυτη αχρησία από τη δεκαετία του 1960 και σε ουσιαστική αχρησία από το 1945. Το ρόλο της παροχής εγγυήσεων έχει αναλάβει κάποιες φορές ο ΟΗΕ.
Προτού παρατεθούν επιχειρήματα για την κραυγαλέα λανθασμένη ερμηνεία που έδωσε η Τουρκία για να δικαιολογήσει την εισβολή του 1974, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι: επανειλημμένες αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, έχουν ορίσει ότι λεγόμενα δικαιώματα πρώην αποικιοκρατικών δυνάμεων, σε πρώην αποικίες συνιστούν κατάλοιπα αποικισμού (vestiges of colonialism) και ως τέτοια είναι παράνομα. Είναι προφανές ότι με βάση αυτές τις αποφάσεις της συλλογικής βούλησης των Εθνών οι συνθήκες εγγυήσεως που επιβλήθηκαν στον Κυπριακό λαό από την αποικιοκρατική δύναμη έπασχαν εξ αρχής ως προς τη νομιμοποίηση τους .
Είναι κοινός τόπος για τους διεθνολόγους ότι η Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960 δεν παρέχει το δικαίωμα χρήσεως βίας σε κάποια από τις εγγυήτριες δυνάμεις. Μια τέτοια ερμηνεία αντίκειται προς τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και τις διατάξεις διεθνούς αναγκαστικού δικαίου και καθιστά τη συνθήκη άκυρη. Αυτό δεν εμπόδισε την Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο το 1974 και έκτοτε να κατέχει στρατιωτικά το 36,4% του εδάφους, επικαλούμενη τη συνθήκη Εγγυήσεως. Είναι προφανές ότι η Τουρκία θέλει να έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει στα τεκταινόμενα στην Κύπρο, είτε στρατιωτικά είτε με την απειλή χρήσεως βίας, είτε με άλλα ειρηνικά μέσα. Και είναι εμφανές ότι η Τουρκία είναι η μόνη από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις που βλέπει τη Συνθήκη του 1960 ως προς τη στρατιωτική της διάσταση.
Οι εγγυήσεις που είχαν αναλάβει Βρετανία, Ελλάδα και Τουρκία θα πρέπει να περάσουν είτε υπό τον ΟΗΕ -που είναι και το ορθότερο- είτε υπό την Ε.Ε. Θα πρέπει οριστικά να αποκλεισθεί η δυνατότητα της Τουρκίας να επικαλείται μια παρωχημένη ήδη και το 1960 Συνθήκη εγγυήσεως και να παρεμβαίνει ή να επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο στην κυρίαρχη Κυπριακή Δημοκρατία.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι προτού τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη Εγγυήσεως ζητήθηκε από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, όπως γνωματεύσει επί του κύρους της εν λόγω Συνθήκης. Η γνωμάτευση, την οποία ετοίμασε ένας από τους σημαντικότερους διεθνολόγους του αιώνα που μας πέρασε, ο Hans Kelsen, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να ερμηνεύεται η Συνθήκη Εγγυήσεως. Ο Kelsen, αν και παρατήρησε ότι η σύναψη μιας συνθήκης εγγυήσεως είναι κατ’ αρχήν έγκυρη σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, εντούτοις προχώρησε σε περαιτέρω σχόλια αναφορικά με το άρθρο 3 της Συνθήκης που προβλέπει για δικαίωμα επέμβασης. Παραθέτουμε ορισμένα σημαντικά αποσπάσματα από τις σχετικές επισημάνσεις:
«Το άρθρο 3 της Συνθήκης Εγγυήσεως φαίνεται ότι, όπως προκύπτει τόσο από τους όρους του όσο και από τις περιστάσεις υπό τις οποίες συνάφθηκε, αποσκοπεί να καλύψει κυρίως περίπτωση κατά την οποία το κυπριακό σύνταγμα ανατρέπεται από εσωτερική επανάσταση, η οποία στοχεύει είτε στον περιορισμό των μειονοτικών δικαιωμάτων, είτε σε ένωση με άλλο κράτος ή σε διχοτόμηση. Αν οι εγγυήτριες δυνάμεις είχαν δικαίωμα να αναλάβουν δράση στρατιωτικού χαρακτήρα, αυτό θα μπορούσε υπό ορισμένες προϋποθέσεις να δικαιολογηθεί ως αυτοάμυνα. Αυτές οι περιστάσεις θα προέκυπταν αν, κατά τη διάρκεια μιας επανάστασης, γινόταν ένοπλη επέμβαση κατά των στρατευμάτων μιας εγγυήτριας δύναμης που βρίσκονται σταθμευμένα στην Κύπρο. Το δικαίωμα αυτό αυτοάμυνας, όμως, δεν πηγάζει από τη Συνθήκη Εγγυήσεως, αλλά από το Γενικό Διεθνές Δίκαιο, όπως περιορίζεται από το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη».
Και καταλήγει ο Kelsen μετά από επιπρόσθετες αναλύσεις: «Στη βάση όλων των πιο πάνω υποβάλλεται ότι η Συνθήκη Εγγυήσεως θα είναι μια έγκυρη διεθνής συμφωνία όταν τεθεί σε ισχύ. Εντούτοις, στο παρόν στάδιο της ανάπτυξης του διεθνούς δικαίου, το άρθρο 3 της Συνθήκης δεν μπορεί έγκυρα να ερμηνευθεί ότι παρέχει στις εγγυήτριες δυνάμεις απεριόριστο δικαίωμα επέμβασης με χρήση ενόπλων δυνάμεων σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων της Συνθήκης. Παρόμοια χρήση βίας θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο σε περιπτώσεις αυτοάμυνας ή με την εξουσιοδότηση του ΟΗΕ ή μετά από πρόσκληση του κυπριακού κράτους κατά το δεδομένο χρόνο. Κανένα δικαίωμα ένοπλης επέμβασης δεν πηγάζει αυτόματα από τους όρους της Συνθήκης και ακόμα και αν είχε υιοθετηθεί η ακραία άποψη ότι παρόμοιο δικαίωμα προκύπτει, τότε αυτό θα περιοριζόταν πρώτα από την ανάγκη για καταφυγή σε μέσα ειρηνικής επίλυσης των διαφορών που είναι διαθέσιμα στα ενδιαφερόμενα κράτη».
Όλα τα πιο πάνω συνηγορούν με την άποψη ότι η Συνθήκη Εγγυήσεως κατέστη ανενεργός και άκυρη. Αυτό αναφέρεται ρητά στη Σύμβαση της Βιέννης επί του Δικαίου των Συνθηκών, η οποία κυρώθηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων με το Νόμο αριθμός 62 που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 18.12.1976. Αναφέρει το άρθρο 60 της Συνθήκης:
Άρθρον 60
Τερματισμός ή αναστολή της εφαρμογής συνθήκης τινός Συνεπεία αθετήσεως της
1. Ουσιώδης αθέτησις πολυμερούς τινός συνθήκης υφ’ ενός των μερών παρέχει δικαίωμα
(β) εις το ειδικώς επηρεαζόμενον εκ της αθετήσεως μέρος να επικαλεσθή ταύτην ως λόγον αναστολής της εφαρμογής της συνθήκης εν των συνόλω ή εν μέρει εις τας σχέσεις αυτού μετά του υπαιτίου της αθετήσεως Κράτους.
(γ) εις οιονδήποτε μέρος, πλην του υπαιτίου της αθετήσεως Κράτους, να επικαλεσθή ταύτην ως λόγον αναστολής της εφαρμογής της συνθήκης εν τω συνόλω ή εν μέρει έναντι εαυτού εάν η συνθήκη είναι τοιαύτης φύσεως ώστε ουσιώδης αθέτησις των διατάξεων της υφ’ ενός μέρους να μεταβάλλει ριζικώς την θέσιν εκάστου μέρους εν σχέσει προς την περαιτέρω εκπλήρωσιν των εκ της συνθήκης υποχρεώσεων αυτού.
2. Δια τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ουσιώδη αθέτησιν συνιστά:
α) η μη επιτρεπομένη υπό της παρούσης Συμβάσεως απόρριψις της συνθήκης ή
β) η παράβασις διατάξεως τινός σημαντικής δια την επίτευξιν του αντικειμένου ή του σκοπού της συνθήκης».
Θα πρέπει ακόμα να υπογραμμιστεί μετ’ επιτάσεως ότι η κυριαρχία του κράτους είναι ασύμβατη και κραυγαλέα αντιφάσκουσα με καθεστώς εγγυήσεων. Διότι θα είναι ακρωτηριασμένη και διάτρητη και άρα ανύπαρκτη ως προς τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της.
Τυχόν αποδοχή εγγυητριών δυνάμεων και εγγυητικών και επεμβατικών δικαιωμάτων σε μια λύση του Κυπριακού, θα συνιστούσε εξ υπαρχής νάρκη στα θεμέλια του κράτους και συνταγή καταστροφής του.
Ο αναχρονιστικός θεσμός των εγγυήσεων πρέπει οριστικά να τεθεί στο περιθώριο της ιστορίας. Εγγύηση είναι η συμμετοχή της Κύπρου στον ΟΗΕ, όπως συμβαίνει με όλα τα κράτη του κόσμου οι αρχές του Διεθνούς Δικαίου και οι συναφείς διεθνείς συμβάσεις.
Ιδιαίτερα μετά την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. θα ήταν ασυγχώρητα αντιφατικό μια χώρα μη μέλος της Ένωσης να είναι εγγυήτρια μιας Ευρωπαϊκής χώρας όπως η Κύπρος. Αντίθετα η ευρωπαϊκή ενσωμάτωση της Κύπρου είναι η πιο ισχυρή εγγύηση για μια Κύπρο ασφαλή και ειρηνική.
Σημ: Σε ότι αφορά την Ε.Ε. θα πρέπει να κατανοήσει ότι τυχόν αποδοχή εγγυήσεων και επεμβατικών δικαιωμάτων μιας τρίτης χώρας σε κράτος – μέλος της Ένωσης θα αποτελέσει κάκιστο προηγούμενο, καθώς θα είναι νομικά και πολιτικά αδύνατο να αρνηθεί το ίδιο καθεστώς για άλλα κράτη – μέλη όπως π.χ. για τις χώρες της Βαλτικής, όπου οι ρωσικοί πληθυσμοί είναι πολλαπλάσιοι του 18% των Τουρκοκυπρίων. Θα πρέπει ακόμα να προβληθεί έντονα, πειστικά και αδιαπραγμάτευτα η θέση που ανέπτυξε ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος. Ότι εγγυήσεις και παραμονής στρατευμάτων αντίκεινται στις ευρωπαϊκές συνθήκες και στην κυριαρχία των κρατών - μελών της Ε.Ε..
* τέως Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων